ρομανιστής

ρομανιστής
και ρωμανιστής, θηλ. ρομανίστρια και ρωμανίστρια Ν
(γλωσσ.-ιστ.) επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη τών ρομανικών γλωσσών και, γενικότερα, με την προέλευση και την ιστορία τών λατινογενών λαών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. romanist < νεολατ. Rōmanista < λατ. Rōmanus «Ρωμαίος» (βλ. και λ. ρομανικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”